Γέμισε ένα ποτήρι κρασί, προσθέτοντας μικρή ποσότητα αναψυκτικού. Έψαξε τριγύρω στον χώρο για οποιαδήποτε πηγή φωτιάς. Είχε ήδη τοποθετήσει ένα τσιγάρο τύπου slim στο στόμα της και...
εισπνέοντας τον χλιαρό σε θερμοκρασία αέρα από την μύτη, αναστέναξε που ακόμα μια φορά είχε βρεθεί χωρίς αναπτήρα.
Στο laptop έπαιζε επαναληπτικά το ίδιο τραγούδι. Κάποιο από αυτά που άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο καθώς πήγαινε για δουλειά. Το άκουσμα του είχε καταφέρει να την αποτραβήξει για λίγο από την ονειροπόληση της και σπασμωδικά αποθήκευσε στα draft messeges του κινητού της,μπερδεμένα, όσες κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει από τις αλλόγλωσσες λέξεις .
Ένα βράδυ σαν και αυτό θα πληκτρολογούσε τις σκόρπιες λέξεις, που είχαν ξεμείνει χωρίς μελωδία στο μυαλό της, σε κάποια από τις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης. Αποτελούσε ένα είδος προσωπικής τελετουργίας, μια μικρή ασυνείδητη συνήθεια της, που της χάριζε μία απροσδόκητη χαρά και κάποια παιδιάστικη υπερηφάνεια όταν κατάφερνε να βρει το σωστό τραγούδι και να το ξαναφέρει ζωντανό μπροστά της. Έτσι γινόταν δικό της. Παρά το ότι κάποιος άλλος το είχε γράψει, συνθέσει και τραγουδήσει, ήταν εκείνη που το είχε ανακαλύψει και έτσι δικαιωματικά πια μπορούσε να το αγαπά σαν να ήταν δικό της.
Για καλή της τύχη βρέθηκε ένα διαφημιστικό κουτάκι σπίρτων κάτω από μισογεμάτα μπουκάλια καλλυντικών στο φούξια νεσεσέρ. Με κάποια δόση αγωνίας αγκάλιασε το μικροσκοπικό χαρτοκιβώτιο με την παλάμη του χεριού της και κουνώντας το ρυθμικά το έστηνε κοντά στο αυτί της, ευχόμενη να ακούσει τον πνιχτό ήχο πολλών στριμωγμένων σπίρτων εν κίνηση. Ησυχία στο σπιρτόκουτο.
Πόσες εκφράσεις μπορούν να αναμετρηθούν ως προς την ένταση και την ποιότητα μεταξύ τους! Απέμεινε με μια οικεία στα χαρακτηριστικά του προσώπου της έκφραση αποφασιστικής απελπισίας. Βολεύτηκε γρήγορα σε ένα τζιν, βόλεψε και ένα ζευγάρι μπότες στα πόδια της, τυλίχτηκε με ένα μακρύ κασκόλ, κούμπωσε το φοδραρισμένο παλτό της, σκέπασε τα απείθαρχα μαλλιά της με ένα σκούφο στο χρώμα του πάγου, τσιγάρα, λίγα κέρματα, κινητό, κλειδιά και δρόμο.
"what more can i do", έπιασε τον εαυτό της να σιγοτραγουδά. Κοίταξε τριγύρω αμήχανα για τον υποψήφιο περαστικό που την είχε ακούσει και την είχε περάσει για τρελή. Ουυφ! Ήταν προστατευμένη, σε απόσταση ασφαλείας από οποιονδήποτε που για κακή της τύχη θα μπορούσε να είχε ακούσει το αυθόρμητο ψέλλισμα της.
Η έκφραση του προσώπου της ταράχτηκε ξανά. Διερωτήθηκε ποιό ακριβώς θα ήταν το ατόπημα που της γέννησε την ξαφνική ανησυχία. Αρχικά, γιατί θα έπρεπε κάποιος να παρεξηγήσει το ότι εκείνη τραγουδούσε στην μέση του δρόμου νυχτιάτικα; Έπειτα, γιατί εκείνος ο τυχαίος, που εντελώς απροκάλυπτα αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης της,- και που ίσως δώσει μόνο τόσο όσο έχει όρεξη σημασία στα ρούχα της, είτε στα όμορφα ή αδιάφορα της μάτια-, φαντάζει σημαντικός ως παρατηρητής των στιγμών που κάνουμε κάτι διαφορετικό ή ασυνήθιστο για τα δεδομένα μας;
"Είναι σημαντικός!",παραδέχτηκε στον εαυτό της. "Αν και απίθανο να τον ξαναδώ ή έστω να τον θυμάμαι,ι-δεν γίνεται να θυμάμαι την πληθώρα ανθρώπων που συναντώ στο μετρό, στα super markets και στα εκατομμύρια σημεία που περιφέρω το εγώ μου σε αυτή την υπερπληθυσμική πόλη- η στιγμιαία ωστόσο συνάντησης μας, καθώς εγώ κατευθύνομαι στο πλησιέστερο περίπτερο για να αγοράσω έναν πολυπόθητο αναπτήρα και εκείνος ο "άλλος" πάει cinema ή σε κάποιο μπαρ να πιει ουίσκι ή βότκα, σπίτι του ή δεν ξέρω που αλλού, είναι δική μας.
Η εντύπωση μιας κοπέλας που σιγοτραγουδά αυθόρμητα, στην μέση του δρόμου νυχτιάτικα, ένα τραγούδι δίχως να νοιάζεται αν την ακούνε, ίσως να του θυμίσει κάτι, τον κάνει να αισθανθεί κάτι.Ίσως μάλιστα επιτρέψει στο δικό του "εγώ" να χαμογελάσει. Να χαμογελάσει αυθόρμητα, στην μέση του δρόμου,νυχτιάτικα, καθώς κατευθύνεται σε κάποια παμπ ή στην νυχτερινή του δουλειά. Ίσως και να ονειρευτεί κάτι.
Κωνσταντίνα Μπλέτσα
εισπνέοντας τον χλιαρό σε θερμοκρασία αέρα από την μύτη, αναστέναξε που ακόμα μια φορά είχε βρεθεί χωρίς αναπτήρα.
Στο laptop έπαιζε επαναληπτικά το ίδιο τραγούδι. Κάποιο από αυτά που άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο καθώς πήγαινε για δουλειά. Το άκουσμα του είχε καταφέρει να την αποτραβήξει για λίγο από την ονειροπόληση της και σπασμωδικά αποθήκευσε στα draft messeges του κινητού της,μπερδεμένα, όσες κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει από τις αλλόγλωσσες λέξεις .
Ένα βράδυ σαν και αυτό θα πληκτρολογούσε τις σκόρπιες λέξεις, που είχαν ξεμείνει χωρίς μελωδία στο μυαλό της, σε κάποια από τις ηλεκτρονικές μηχανές αναζήτησης. Αποτελούσε ένα είδος προσωπικής τελετουργίας, μια μικρή ασυνείδητη συνήθεια της, που της χάριζε μία απροσδόκητη χαρά και κάποια παιδιάστικη υπερηφάνεια όταν κατάφερνε να βρει το σωστό τραγούδι και να το ξαναφέρει ζωντανό μπροστά της. Έτσι γινόταν δικό της. Παρά το ότι κάποιος άλλος το είχε γράψει, συνθέσει και τραγουδήσει, ήταν εκείνη που το είχε ανακαλύψει και έτσι δικαιωματικά πια μπορούσε να το αγαπά σαν να ήταν δικό της.
Για καλή της τύχη βρέθηκε ένα διαφημιστικό κουτάκι σπίρτων κάτω από μισογεμάτα μπουκάλια καλλυντικών στο φούξια νεσεσέρ. Με κάποια δόση αγωνίας αγκάλιασε το μικροσκοπικό χαρτοκιβώτιο με την παλάμη του χεριού της και κουνώντας το ρυθμικά το έστηνε κοντά στο αυτί της, ευχόμενη να ακούσει τον πνιχτό ήχο πολλών στριμωγμένων σπίρτων εν κίνηση. Ησυχία στο σπιρτόκουτο.
Πόσες εκφράσεις μπορούν να αναμετρηθούν ως προς την ένταση και την ποιότητα μεταξύ τους! Απέμεινε με μια οικεία στα χαρακτηριστικά του προσώπου της έκφραση αποφασιστικής απελπισίας. Βολεύτηκε γρήγορα σε ένα τζιν, βόλεψε και ένα ζευγάρι μπότες στα πόδια της, τυλίχτηκε με ένα μακρύ κασκόλ, κούμπωσε το φοδραρισμένο παλτό της, σκέπασε τα απείθαρχα μαλλιά της με ένα σκούφο στο χρώμα του πάγου, τσιγάρα, λίγα κέρματα, κινητό, κλειδιά και δρόμο.
"what more can i do", έπιασε τον εαυτό της να σιγοτραγουδά. Κοίταξε τριγύρω αμήχανα για τον υποψήφιο περαστικό που την είχε ακούσει και την είχε περάσει για τρελή. Ουυφ! Ήταν προστατευμένη, σε απόσταση ασφαλείας από οποιονδήποτε που για κακή της τύχη θα μπορούσε να είχε ακούσει το αυθόρμητο ψέλλισμα της.
Η έκφραση του προσώπου της ταράχτηκε ξανά. Διερωτήθηκε ποιό ακριβώς θα ήταν το ατόπημα που της γέννησε την ξαφνική ανησυχία. Αρχικά, γιατί θα έπρεπε κάποιος να παρεξηγήσει το ότι εκείνη τραγουδούσε στην μέση του δρόμου νυχτιάτικα; Έπειτα, γιατί εκείνος ο τυχαίος, που εντελώς απροκάλυπτα αδιαφορεί για την ουσία της ύπαρξης της,- και που ίσως δώσει μόνο τόσο όσο έχει όρεξη σημασία στα ρούχα της, είτε στα όμορφα ή αδιάφορα της μάτια-, φαντάζει σημαντικός ως παρατηρητής των στιγμών που κάνουμε κάτι διαφορετικό ή ασυνήθιστο για τα δεδομένα μας;
"Είναι σημαντικός!",παραδέχτηκε στον εαυτό της. "Αν και απίθανο να τον ξαναδώ ή έστω να τον θυμάμαι,ι-δεν γίνεται να θυμάμαι την πληθώρα ανθρώπων που συναντώ στο μετρό, στα super markets και στα εκατομμύρια σημεία που περιφέρω το εγώ μου σε αυτή την υπερπληθυσμική πόλη- η στιγμιαία ωστόσο συνάντησης μας, καθώς εγώ κατευθύνομαι στο πλησιέστερο περίπτερο για να αγοράσω έναν πολυπόθητο αναπτήρα και εκείνος ο "άλλος" πάει cinema ή σε κάποιο μπαρ να πιει ουίσκι ή βότκα, σπίτι του ή δεν ξέρω που αλλού, είναι δική μας.
Η εντύπωση μιας κοπέλας που σιγοτραγουδά αυθόρμητα, στην μέση του δρόμου νυχτιάτικα, ένα τραγούδι δίχως να νοιάζεται αν την ακούνε, ίσως να του θυμίσει κάτι, τον κάνει να αισθανθεί κάτι.Ίσως μάλιστα επιτρέψει στο δικό του "εγώ" να χαμογελάσει. Να χαμογελάσει αυθόρμητα, στην μέση του δρόμου,νυχτιάτικα, καθώς κατευθύνεται σε κάποια παμπ ή στην νυχτερινή του δουλειά. Ίσως και να ονειρευτεί κάτι.
Κωνσταντίνα Μπλέτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου